ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
τυφλωτικός — ή, ό / τυφλωτικός, ή, όν, ΝΜ [τυφλῶ] αυτός που μπορεί να τυφλώσει, εκτυφλωτικός … Dictionary of Greek
Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… … Dictionary of Greek
Ιδαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, σύζυγος του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου και μητέρα του Τεύκρου, βασιλιά της περιοχής της Τρωάδας. Οι κάτοικοί της ονομάστηκαν από αυτόν Τεύκροι. 2. Νύμφη, που γέννησε τη Σίβυλλα Ηροφίλη στο Κωρύκειο άντρο της… … Dictionary of Greek