τυφλώσει

τυφλώσει
τύφλωσις
a making blind
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
τυφλώσεϊ , τύφλωσις
a making blind
fem dat sg (epic)
τύφλωσις
a making blind
fem dat sg (attic ionic)
τυφλόω
blind
aor subj act 3rd sg (epic)
τυφλόω
blind
fut ind mid 2nd sg
τυφλόω
blind
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • τυφλωτικός — ή, ό / τυφλωτικός, ή, όν, ΝΜ [τυφλῶ] αυτός που μπορεί να τυφλώσει, εκτυφλωτικός …   Dictionary of Greek

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Ιδαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη, σύζυγος του ποτάμιου θεού Σκάμανδρου και μητέρα του Τεύκρου, βασιλιά της περιοχής της Τρωάδας. Οι κάτοικοί της ονομάστηκαν από αυτόν Τεύκροι. 2. Νύμφη, που γέννησε τη Σίβυλλα Ηροφίλη στο Κωρύκειο άντρο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”